- μουρμούρης
- bougon
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μουρμούρης — α, ικο [μουρμούρα] (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που μουρμουρίζει, που ψιθυρίζει κάτι συγκεχυμένα και σιγά β) μεμψίμοιρος, γκρινιάρης … Dictionary of Greek
μουρμούρης, -α, -ικο — παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, κλαψιάρης: Η γυναίκα μου είναι μεγάλη μουρμούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αειμούρμουρος — η, ο και ος, ο όποιος μουρμουρίζει συνεχώς και για όλα, μεμψίμοιρος, «μουρμούρης». [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τού δημοσιογράφου Βλάση Γαβριηλίδη για τους συναδέλφους του, που επέκριναν τα πάντα < αεί + μουρμούρα] … Dictionary of Greek
πτωχοπρόδρομος — Ο ήρωας των πτωχοπροδρομικών (προδρομικών) ποιημάτων ή και ο ποιητής τους. * * * ο, Ν ως προσηγ. 1. άνθρωπος μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, παραπονιάρης, μουρμούρης, κλαψιάρης, κλαψομοίρης 2. άνθρωπος, και ιδίως λόγιος, που ασχολείται με μηδαμινά και… … Dictionary of Greek
γκρινιάρης, -α, -ικο — αυτός που γκρινιάζει, ο μεμψίμοιρος, ο μουρμούρης, ο ανάποδος: Η πεθερά του είναι πολύ γκρινιάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεμψίμοιρος — η, ο ο γκρινιάρης, ο παραπονιάρης, ο μουρμούρης: Η αρρώστια του τον έκανε μεμψίμοιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)